- διασπείροντας
- διασπείρωscatterpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
Λουί, Πιερ — (Pierre Louys, Γάνδη 1870 – Παρίσι 1925). Γάλλος συγγραφέας. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, σπούδασε στο λύκειο Ζανσόν ντε Σεγί και στη Σορβόνη. Σε ηλικία 21 ετών άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Η κόγχη, στο οποίο συνεργάζονταν οι λογοτέχνες… … Dictionary of Greek